- καλίου
- κάλιονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
συλβινίτης — Ορυκτό του καλίου (KCL). Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, συνήθως σε εξάεδρα. Μοιάζει πολύ με το αλάτι (NaCL), από το οποίο διακρίνεται από την πικρή γεύση του. Το χρώμα του, κανονικά άσπρο, μπορεί να γίνει κόκκινο ή γαλάζιο από την παρουσία… … Dictionary of Greek
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… … Dictionary of Greek
αλδοστερόνη — Ορμόνη που αποτελεί τον ισχυρότερο ρυθμιστή της απορρόφησης του νατρίου και της απέκκρισης του καλίου στο επίπεδο των νεφρών· επιπλέον διευκολύνει τη σύσταση ορισμένων κυττάρων, έπειτα από επίδραση αγγειοσυσταλτικών ουσιών και έτσι αυξάνει τον… … Dictionary of Greek
αλκαλίμετρο — Πυκνόμετρο που χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό βασικών διαλυμάτων. Το α. συνήθως βαθμολογείται σε περιεκτικότητα καυστικού καλίου (ΚΟΗ) κατά όγκο με αντιστοιχία προς βαθμούς Μπομέ. * * * το Χημ. όργανο που χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
δυσαναλογία — Η έλλειψη αναλογίας, συμμετρίας. (Χημ.) Οξειδοαναγωγικό, διαμοριακό φαινόμενο, που συντελείται όταν δύο μόρια αλδεϋδών ειδικού χημικού τύπου υποβάλλονται σε αντίδραση με την παρουσία ισχυρών αλκάλεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ένα από τα δύο… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… … Dictionary of Greek